- βοηθητέον
- βοηθ-ητέον,A one must help, X.HG6.5.10, D.1.17, etc.II Adj. -ητέος, α, ον, Jul.Or.7.229a.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βοηθητέον — βοηθητέος masc/fem acc sg βοηθητέος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)